μικρόφωνος

μικρόφωνος
-η, -ο (Α μικρόφωνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο
τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου
αρχ.
1. αυτός που έχει ασθενική, ισχνή φωνή («ἔστι γὰρ καὶ ὀξύφωνα μεγαλόφωνα καὶ μικρόφωνα βαρύφωνα», Αριστοτ.)
2. (για γράμματα) αυτός που έχει ασθενική φωνή, αδύνατη προφορά, που δίδει ισχνό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος, φερέ-φωνος. Το ουδ. μικρόφωνο ως τεχνικός όρος τής νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microphone, και μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικρόφωνος — weak voiced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφωνότερον — μικρόφωνος weak voiced adverbial comp μικρόφωνος weak voiced masc acc comp sg μικρόφωνος weak voiced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφωνον — μικρόφωνος weak voiced masc/fem acc sg μικρόφωνος weak voiced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφώνοις — μικρόφωνος weak voiced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφώνων — μικρόφωνος weak voiced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφωνα — μικρόφωνος weak voiced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφωνοι — μικρόφωνος weak voiced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροφωνία — μικροφωνία, ἡ (Α) [μικρόφωνος] ισχνότητα ή αδυναμία φωνής («ἀλλ ἐπειδή ἐστιν ἕτερον τὸ βαρὺ καὶ τὸ ὀξὺ ἐν φωνῇ, μεγαλοφωνίας καὶ μικροφωνίας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”